- ἐπευάζω
- ἐπευάζω,A shout over,
τινά Orph.H.79.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινά Orph.H.79.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επευάζω — ἐπευάζω (Α) 1. προσφωνώ 2. επιχαίρω … Dictionary of Greek
ἐπευάζουσα — ἐπευάζω shout over pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπευάζουσαι — ἐπευάζω shout over pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… … Dictionary of Greek
εφευάζω — ἐφευάζω (Α) βλ. ἐπευάζω … Dictionary of Greek